δίπλεθρον

δίπλεθρον
δίπλεθρος
two
masc/fem acc sg
δίπλεθρος
two
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • δίπλεθρος — δίπλεθρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει έκταση δύο πλέθρων 2. το ουδ. ως ουσ. το δίπλεθρον μετρική μονάδα ίση με δύο πλέθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * (βλ. λ. δις) + πλέθρον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”